- ψυαλγικοί
- ψῠαλγικοί, =A psialegici, Gloss. (lumborum dolores).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ψυαλγικοί — οἱ, ΜΑ οι πόνοι τής περιοχής τών ισχίων, ισχιαλγίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψύα «ισχίο» + ἄλγος «πόνος» + κατάλ. ικός] … Dictionary of Greek